λεόντειος

λεόντειος
-α, -ο (AM λεόντειος, -εία, -ον, Α θηλ. και -ος)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ' («λεόντειος σχολή»)
2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία» — εταιρεία τής οποίας ένας ή περισσότεροι εταίροι συμμετέχουν μόνο στα κέρδη και απαλλάσσονται από τις ζημίες
β) «λεόντειο προσωπείο»
ιατρ. η λεοντίαση
μσν.
φρ. «λεόντειος πόα» — το φυτό οροβάγχη
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λεοντεία
α) λεοντή
β) (εσφ. ανάγν.) αγριότητα, θηριωδία
αρχ.
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ειος. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. rewotejo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεόντειος — of a lion masc nom sg λεόντεος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείων — λεόντειος of a lion fem gen pl λεόντειος of a lion masc/neut gen pl λεόντεος fem gen pl λεόντεος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεόντειον — λεόντειος of a lion masc acc sg λεόντειος of a lion neut nom/voc/acc sg λεόντεος masc acc sg λεόντεος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείη — λεόντειος of a lion fem nom/voc sg (epic ionic) λεόντεος fem nom/voc sg (epic ionic) λεοντεία lion s skin fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείην — λεόντειος of a lion fem acc sg (epic ionic) λεόντεος fem acc sg (epic ionic) λεοντεία lion s skin fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείης — λεόντειος of a lion fem gen sg (epic ionic) λεόντεος fem gen sg (epic ionic) λεοντεία lion s skin fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείοιο — λεόντειος of a lion masc/neut gen sg (epic) λεόντεος masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείοις — λεόντειος of a lion masc/neut dat pl λεόντεος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείοισι — λεόντειος of a lion masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λεόντεος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντείοισιν — λεόντειος of a lion masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λεόντεος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”